- λεπτολογεῖν
- λεπτολογέωspeak subtlypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενολεσχώ — έω, Α [στενολέσχης] πραγματεύομαι κάτι με τρόπο σοφιστικό, με πανουργίες («λεπτολογεῑν ήδη ζητεῑ καὶ περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek